περιμετρικός

περιμετρικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στην περίμετρο: Περιμετρικά σημεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιμετρικός — ή, ό, Ν [περίμετρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίμετρο. επίρρ... περιμετρικά και περιμετρικώς στην περίμετρο ή από την περίμετρο …   Dictionary of Greek

  • A22 motorway (Cyprus) — Infobox European road marker name = A22(?) Motorway Nicosia Ring Road name notes = Περιμετρικος Αυτοκινητόδρομος Λευκωσιάς eroad = length = length km = length mi = plalength = 32km beltway city = Nicosia (Southern Suburbs) starting terminus =… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”